ηλέκτρινος

ηλέκτρινος
-η, -ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, -η, -ον)
ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο
αρχ.
ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος, ξύλ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἠλέκτρινος — made of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλέκτρινον — ἠλέκτρινος made of masc/fem acc sg ἠλέκτρινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλεκτρίνου — ἠλέκτρινος made of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλεκτρίνους — ἠλέκτρινος made of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλεκτρίνῳ — ἠλέκτρινος made of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠλέκτρινα — ἠλέκτρινος made of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτρούς — ἠλεκτροῡς, oῡv (Α) πάπ. αυτός που είναι κατασκευασμένος από ήλεκτρο, ηλέκτρινος («δακτυλίδιον ἠλεκτροῡν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο, κατά τα αργυρ ούς, χρυσ ούς] …   Dictionary of Greek

  • ԵԼԵԿՏՌԵՂԷՆ — ( ) NBH 1 0649 Chronological Sequence: 8c ա. ԵԼԵԿՏՌԵՂԷՆ կամ ԻԼԵՔՏՌԵՂԷՆ. ἡλεκτρίνος eletrinus Որ ինչ է յելեկտրոնէ. ... *Կերպաւորութիւնս մարդկեղէնս դնեն նմա, կամ հրեղէնս, կամ իլեքտռեղէնս. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”